σπυρίδα

σπυρίδα
σπυρίς
large basket
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… …   Dictionary of Greek

  • порка — 1) черпак, большой ковш , 2) сосуд из бересты , арханг., олонецк. (Даль). Абсолютно гадательно предположение о родстве с лат. sporta корзина (вопреки Ильинскому, Slavia , 9, 585), которое гораздо лучше объясняется как заимств. через этрусск. из… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • οψώνα — ὀψῶνα (Α) [όψον] (κατά τον Ησύχ.) «τὴν πρὸς τὸ ὀψωνεῑν σπυρίδα» …   Dictionary of Greek

  • σπυρίχνιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς «καλάθι» + επίθημα ίχνιον (πρβλ. κυλ ίχνιον, πολ ίχνιον)] …   Dictionary of Greek

  • σπυριδάλιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. (αλ)ιον (πρβλ. πηδ άλιον)] …   Dictionary of Greek

  • σπυριδών — I Επίσκοπος Τριμυθούντας, άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και προερχόταν από οικογένεια βοσκών. Αν και μορφωμένος, ακολούθησε και ο ίδιος το επάγγελμα των γονιών του. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, στράφηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • sper-3 —     sper 3     English meaning: to turn, wind     Deutsche Übersetzung: “drehen, winden”     Material: Gk. σπεῖρα f. “ convolution, Spirale, all Geflochtene (e.g. of net, rope, hawser)”, σπειράω “coil, wickle”, σπείρᾱμα “ convolution, diaper “;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”